ξεγυριστός

ξεγυριστός
-ή, -ό [ξεγυρίζω]
(στην τυπογρ.) (για εικόνα ή τμήμα εικόνας) αυτός που έχει αποχωριστεί με γραφικά μέσα από τον φόντο του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”